- κατοικοφθορώ
- κατοικοφθορῶ, -έω (Α)φθείρω, προξενώ καταστροφή με τη συμπεριφορά και την πολιτική μου («οὐδέν διειργάσατο καὶ κατοικοφθόρησε τὴν πόλιν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + οἰκοφθορῶ «φθείρω, χάνω την περιουσία μου»].
Dictionary of Greek. 2013.